- κοραλλίνα
- η(θοτ.) γένος ροδοφυκών με διακλαδισμένο ασβεστοποιημένο θαλλό, που ανήκει στην οικογένεια κοραλλινίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corallina < μτγν. λατ. επίθ. corallinus, -a, -um «αυτός που έχει το χρώμα τού κοραλλιού» < λατ. corallium «κοράλλι» (< αρχ. ελλ. κοράλλιον) + κατάλ. -inus].
Dictionary of Greek. 2013.